- ὑπόρραφος
- ὑπό-ρρᾰφος, ὁ,A cobbler, dub. in Wiener Denkschr.44(6).44 ([place name] Cilicia).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υπόρραφος — ὁ, Α πιθ. παπουτσής, μπαλωματής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ρραφος (< ῥάπτω), πρβλ. μηχανο ρράφος] … Dictionary of Greek